labial$42868$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

labial$42868$ - translation to ελληνικό

CONSONANT THAT IS DOUBLY ARTICULATED AT THE SOFT PALATE AND THE LIPS
Labial-velar; Labial velar; Labial-Velar consonant; Labial-velar consonant; Labial-velar consonants; Labial–velar consonants; Labial–velar

labial      
adj. των χείλεων, χειλεόφωνος, χειλικός

Ορισμός

labial
['le?b??l]
¦ adjective
1. chiefly Anatomy & Biology relating to the lips or a labium.
2. Phonetics (of a consonant) requiring partial or complete closure of the lips (e.g. p or w), or (of a vowel) requiring rounded lips (e.g. oo).
Derivatives
labialize or labialise verb
labially adverb
Origin
C16: from med. L. labialis, from L. labium 'lip'.

Βικιπαίδεια

Labial–velar consonant

Labial–velar consonants are doubly articulated at the velum and the lips, such as [k͡p]. They are sometimes called "labiovelar consonants", a term that can also refer to labialized velars, such as the stop consonant [kʷ] and the approximant [w].

Labial-velars are often written as digraphs. In the Kâte language, however, /k͡p/ is written Q q, and /ɡ͡b/ as Ɋ ɋ.

Globally, these types of consonants are quite rare, only existing in two regions: West and Central Africa on the one hand, Eastern New Guinea and northern Vanuatu on the other.